- δημόσια αρχή
- Κάθε δημόσια λειτουργία του κράτους, προορισμένη, σύμφωνα με το σύνταγμα και τους νόμους, να εκπληρώνει τους σκοπούς της πολιτείας άμεσα ή έμμεσα και να εκτελεί το έργο της διοίκησης. Μπορεί να αποτελείται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Η δ.α. είναι όργανο του κράτους και ασκεί κρατική εξουσία με κυριαρχική βούληση. Δεν ταυτίζεται με τα πρόσωπα που την εκπροσωπούν και αποτελούν απλώς τους φορείς της δ.α., όπως είναι, για παράδειγμα, ο υπουργός, o πρωθυπουργός, το δικαστήριο, μία επιτροπή ή ένα συμβούλιο, όχι όμως και οι υπάλληλοι του κράτους, όσο ψηλά και αν βρίσκονται στην ιεραρχία. Οι τελευταίοι δεν αποτελούν δ.α. αλλά όργανα που υπάγονται σε μία αρχή. Για την προστασία των δ.α. έχουν θεσπιστεί πολλά ποινικά αδικήματα. Τα σπουδαιότερα είναι εκείνα που τιμωρούν τη θρασύτητα κατά της δ.α., που συνίσταται στη συμμετοχή σε απαγορευμένη δημόσια συνάθροιση και πολύ περισσότερο στη μη απομάκρυνση μετά τη διάλυσή της και αφού τα συναθροισμένα άτομα έχουν κληθεί να απομακρυνθούν τρεις φορές· την αντιποίηση αρχής, που συνίσταται στην άσκηση της λειτουργίας της από πρόσωπα ξένα προς αυτή· την παραβίαση των διαφόρων συμβόλων, σφραγίδων της κλπ. και την περιύβριση της αρχής και των συμβόλων της, προφορικά ή στον Τύπο. Στην τελευταία αυτή περίπτωση υπάρχουν πολλά προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, ιδίως για το πότε υφίσταται περιύβριση και πότε πρόκειται για επιτρεπόμενη καλόβουλη κριτική.
Dictionary of Greek. 2013.